βουλευτιλίκι,
το, ουσ.
[<βουλευτής + κατάλ. -ιλίκι]. 1. το αξίωμα το βουλευτή: «έχεις την
εντύπωση πως νοιάζονται για το λαό; Οι πιο πολλοί, φίλε μου, νοιάζονται για το
βουλευτιλίκι. 2. (ειρωνικά) η τεμπελιά: «ξέχνα το βουλευτιλίκι και
στρώσου γρήγορα στη δουλειά»·
- το
ρίχνω στο βουλευτιλίκι, (ειρωνικά) τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που τα
κονόμησε, το ’χει ρίξει στο βουλευτιλίκι». Από την εικόνα των βουλευτών στη
βουλή, που, όταν δεν αγορεύουν, δε φωνασκούν ή δε διαπληκτίζονται μεταξύ τους,
έχουν μια όψη βαριεστημένη, άλλοι παίζουν το κομπολόι τους, για να περάσει η
ώρα, ενώ κατά καιρούς ορισμένοι έχουν συλληφθεί κοιμώμενοι.